- τροχιστήριο
- και τροχιστήρι, το, Ν1. τροχείο2. (ο τ. τροχιστήρι) η λίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω + κατάλ. -τήρι(ο)*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχιστήριο — το το εργαστήριο του τροχιστή, το τροχείο, το ακονιστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχείο — το τροχιστήριο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)